Home > Όροι > Filipino (TL) > dupel

dupel

Ang isang malaking silindrikal na bag ng mabibigat na tela para sa pagdala ng mga personal na ari-arian.

0
  • Μέρος του λόγου: noun
  • Συνώνυμο(α):
  • Blossary:
  • Κλάδος/Τομέας: Luggage & bags
  • Category: Handbags
  • Company: Gucci
  • Προϊόν: New Bamboo
  • Ακρώνυμο-συντόμευση:
Προσθήκη στο Γλωσσάρι μου

Τι θέλετε να πείτε;

Πρέπει να συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε σε συζητήσεις.

Ορολογία Ειδήσεων

Featured Terms

Mavel Morilla
  • 0

    Όροι

  • 2

    Γλωσσάρια

  • 2

    Οπαδοί

Κλάδος/Τομέας: Video games Category: First person shooters

tawag ng tungkulin

Tawag ng tungkulin ay ang pangalan ng isang serye ng mga hindi mapaniniwalaan o kapani-paniwala popular na Unang Tao tagabaril laro na binuo sa ...

Διακεκριμένα γλωσσάρια

Facial hair style for men

Κατηγορία: Μόδα   2 6 Όροι

Exercise that will transform your body

Κατηγορία: Health   4 4 Όροι